-
1 ларёк
-
2 лавка
-
3 ларек
ларекм τό μαγαζάκι, τό περίπτερο. -
4 лар€к
[λαριόκ] συσ. α. μαγαζάκι, περίπτερο -
5 лар€к
[λαριόκ] ουσ α μαγαζάκι, περίπτερο -
6 лавочка
лавочка 1-и θ. σκαμνάκι, παγκάκι, καναπεδάκι.лавочка 2-и θ. περιπτεράκι• μαγαζάκι.(απλ.) σπείρα, καμόρα, μαφία.εκφρ.по пьяной -е – σε κατάσταση μέθης•закрывать -у – (απλ.) κλείνω το μαγαζί (σταματώ τη δραστηριότητα, υπόθεση κ.τ.τ.). -
7 ларёк
-рька α. μαγαζάκι• περίπτερο.
См. также в других словарях:
μαγαζάκι — το υποκορ. του ουσ. μαγαζί μικρό κατάστημα: Συνήθως ψωνίζω από το μαγαζάκι της γειτονιάς μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγαζάκι — το μικρό κατάστημα πώλησης ή μικρό εργαστήριο, μικρομάγαζο … Dictionary of Greek
μικρομάγαζο — το μικρό μαγαζί που κάνει μικρεμπόριο, μαγαζάκι, ψιλικατζίδικο … Dictionary of Greek
Μάρεϊ, Μπιλ — (Bill Murray, Σικάγο 1950 –). Αμερικανός ηθοποιός και σεναριογράφος. Ξεκίνησε να εμφανίζεται σε βραδιές κωμωδίας και στην συνέχεια ξεκίνησε να γράφει κείμενα για την δημοφιλέστατη τηλεοπτική σειρά Saturday night live. Πρωτοεμφανίστηκε στον… … Dictionary of Greek
Μάρτιν, Στιβ — (Steve Martin, Τέξας 1945 –). Αμερικανός ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Σπούδασε στο κολέγιο του Λονγκ Μπιτς και στο UCLA. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως τηλεοπτικός σεναριογράφος, στα τέλη της… … Dictionary of Greek